εὐεργετοῦν

εὐεργετοῦν
εὐεργετέω
to be a benefactor
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
εὐεργετέω
to be a benefactor
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐεργέτουν — εὐεργετέω to be a benefactor imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) εὐεργετέω to be a benefactor imperf ind act 1st sg (attic epic doric) εὐεργετέω to be a benefactor imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) εὐεργετέω to be a benefactor imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • προευπάσχω — Α προευεργετούμαι, με ευεργετούν εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὖ πάσχω «ευεργετούμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”